- ραβδοσκοπία
- Μέσο για την ανακάλυψη υπογείων στρωμάτων νερού ή και κοιτασμάτων μεταλλεύματος, με χρησιμοποίηση μικρού διχαλωτού ραβδιού, που κρατιέται ελαφρά και κάνει παλμικές κινήσεις. Τις κίνησεις αυτές τις νιώθει εκείνος που κρατάει το ραβδί, τη στιγμή που περνάει πάνω από υπόγεια κοιτάσματα νερού ή άλλων ορυκτών. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ορισμένα μόνο άτομα και οφείλεται σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα ειδικά για κάθε σώμα, που μπορούν να ερεθίζουν το νευρικό σύστημα των ραβδοσκόπων.
* * *η, Νεπισήμανση, ανακάλυψη πηγών και υπόγειων υδροφόρων οριζόντων, καθώς και η ανίχνευση μετάλλων στη φυσική τους κατάσταση και θησαυρών, με τη βοήθεια μικρής ράβδου ή ενός εκκρεμούς, από άτομα που έχουν αναπτυγμένες ραδιαισθαντικές ικανότητες, αλλ. ραβδομαντεία.
Dictionary of Greek. 2013.